- ακαμάρωτος
- (I)-η, -ο [καμαρωτός Ι]1. όποιος δεν έχει καμάρα, αψίδα«ακαμάρωτη στέρνα»2. αυτός που δεν χωρίστηκε σε κάμαρες, σε δωμάτια (σπίτι ακαμάριαστο)3. αυτός που δεν σκύβει το κεφάλι, ο αλύγιστος.————————(II)-η, -ο [καμαρωτός ΙΙ]όποιος δεν καμαρώνει, δεν αυτοθαυμάζεται, δεν παρασύρεται από κολακείες.
Dictionary of Greek. 2013.